αιθρίασμα

αιθρίασμα
το [αιθριάζω]
βελτίωση τού καιρού, ξαστέρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιθρίαση — η [αιθριάζω] το αιθρίασμα …   Dictionary of Greek

  • αιθριάζω — (Α αἰθριάζω) νεοελλ. (για τον ουρανό και τον καιρό) γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω αρχ. 1. κάνω τον ουρανό αίθριο, ξάστερο 2. βρίσκομαι στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρία. ΠΑΡ νεοελλ. αιθρίαση, αιθρίασμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”